παραρρίπτω

παραρρίπτω
ΝΑ, παραρριπτῶ, -έω και ποιητ. τ. παραρίπτω Α, παραρίχνω Ν
ρίχνω κάτι παράμερα περιφρονητικά, παραπετώ
νεοελλ.
1. ρίχνω κάτι σε μεγαλύτερη ποσότητα από όση πρέπει («παράριξες αλάτι στο φαΐ και τό έκανες λύσσα»)
2. ρίχνω κάτι σε άμιλλα με κάποιον άλλο, παραβγαίνω στη ρίψη («παραρίχνουμε λιθάρι»)
3. φρ. «τό παράριξε έξω» — παρεμέλησε την κύρια εργασία του και ασχολείται με άλλα και ιδίως με διασκεδάσεις
αρχ.
1. ρίχνω κοντά σε κάτι
2. μτφ. α) ριψοκινδυνεύω
β) διακινδυνεύω
4. τοποθετώ κάποιον κάπου χαριστικά
5. παθ. (για λόγο) παραρρίπτομαι
εκστομίζομαι, βγαίνω από το στόμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραρρῖψαι — παραρρίπτω throw aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρῖψαι — παραρρίπτω throw aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρερρῖφθαι — παραρρίπτω throw perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρίπτει — παραρρί̱πτει , παραρρίπτω throw pres imperat act 2nd sg (attic epic) παραρρί̱πτει , παραρρίπτω throw pres ind mp 2nd sg παραρρί̱πτει , παραρρίπτω throw pres ind act 3rd sg παραρρί̱πτει , παραρρίπτω throw imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρίπτῃ — παραρρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres subj mp 2nd sg παραρρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres ind mp 2nd sg παραρρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρρίψει — παραρρί̱ψει , παραρρίπτω throw aor subj act 3rd sg (epic) παραρρί̱ψει , παραρρίπτω throw fut ind mid 2nd sg παραρρί̱ψει , παραρρίπτω throw fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρίπτῃ — παραρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres subj mp 2nd sg παραρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres ind mp 2nd sg παραρί̱πτῃ , παραρρίπτω throw pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρερρίφη — παρερρί̱φη , παραρρίπτω throw plup ind act 3rd sg (doric aeolic) παρερρί̱φη , παραρρίπτω throw plup ind act 1st sg παρερρί̱φη , παραρρίπτω throw aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραριπτόμενον — παραρῑπτόμενον , παραρρίπτω throw pres part mp masc acc sg παραρῑπτόμενον , παραρρίπτω throw pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρριπτεῖ — παραρρῑπτεῖ , παραρρίπτω throw pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) παραρρῑπτεῖ , παραρρίπτω throw pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”